- καρβανιόν
- τοχημ. συν. στον πληθ. τα καρβανιόντασυνοπτική ονομασία οργανικών χημικών ειδών τα οποία περιέχουν αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο εντοπισμένο συνήθως σε ένα άτομο άνθρακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρβάνι(ον) — καρβάνιον και καρβάνι και κερβάνι τὸ (Μ) καραβάνι*, ομάδα εμπόρων οδοιπόρων ή προσκυνητών με καμήλες και άλλα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kirvan] … Dictionary of Greek